
Δεν γίνεται να αποκηρύξεις τις υποτονικές και εσωστρεφείς σου αναζητήσεις για χάρη του κεφιού, αλλά και αγαπημένων καλλιτεχνών. Δεν γίνεται επίσης να θες να σκοντάψεις στον σκόπελο του mainstream ή του rock ή όποιου άλλου είδους μουσικής έχεις κατά νου επειδή δεν έχεις την υπο(επι)μονή να ακούσεις έναν ολόκληρο δίσκο σαν κι αυτόν της Laura Marling. “I speak because I can” δεν σημαίνει μόνο ότι μιλάς επειδή μπορείς να πεις και δικαιούσαι να πεις τη γνώμη σου. Στα πλαίσια της καλλιτεχνικής δημιουργίας πρέπει να ‘μιλάς’ με όλα τα μέσα που διαθέτεις. Και εδώ η Laura Marling δεν μιλά – ουρλιάζει. Ο δεύτερος δίσκος της 20χρονης είναι αυτό που η βρετανική σκηνή που βασιλεύει στα charts θα έπρεπε να ζηλεύει, εκτός κάποιων εξαιρέσεων. Η folk/pop τραγουδοποιός γίνεται γυναίκα και πιστοποιεί ότι η ηλικία είναι θέμα χρόνου και όχι χρόνων. Η ακανθώδης, αλλά και γλυκιά της κιθάρα δεν βουλιάζει και δεν πνίγεται από την τυχοδιωκτική της φωνή. Η μία παρασύρει την άλλη σε ένα παιχνίδι ωριμότητας, εξομολόγησης και συναισθηματικού ξεμπροστιάσματος. Αν ξεκινήσεις την ακρόαση του δίσκου και θες να φωνάξεις στη σκιά του “Devil’s Spoke”, είναι απόλυτα κατανοητό. Αν νιώσεις ότι κάποιος σε αφήνει για πάντα στο υστερόγραφο του “What He Wrote”, βγες αμέσως από τον λήθαργο της συναισθηματικής ουτοπίας που χτίζεται γύρω σου από τον παραγωγό Ethan Johns. Αν ξαφνικά νομίζεις ότι ακούς Dixie Chicks με Rick Rubin στην κονσόλα στο “Rambling Man”, ξαναδιάβασε τα credits. Η δίδα Marling παραδίδει μαθήματα σύνθεσης και ερμηνείας, κάνοντας τις υπερπαραγωγές μεγατόνων να μοιάζουν με μαύρες σελίδες της μουσικής ιστορίας. Ακούστε το όλο πριν περάσει στα αζήτητα. Εγώ πάντως μυρίζομαι Mercury Prize...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου