
Οι συλλογές είναι επικίνδυνες. Δεν έχουν να κάνουν πάντα με το ταλέντο κάποιου ως μουσικού (μόνο), δεν έχουν κάνουν με το καλό γούστο (μόνο), δεν έχουν να κάνουν με το μουσικό ύφος ή κάποιο πιθανό concept που μπορεί να θέλει κάποιος να προβάλει (μόνο). Έχουν να κάνουν, κυρίως, με τις σκέψεις και τις ιδιαιτερότητες του compiler, τι κουβαλάει πίσω του, σε τι timing θα τον πετύχει η μάζωξη ηχογραφήσεων, αν θα πάρει τα δικαιώματα, αν το tracklist γίνει συνετά και με σκοπό κάποια συναισθηματική φόρτιση κάθε είδους και πολλά άλλα και συναφή. Για αυτό και μόνο, οι περισσότερες συλλογές που κυκλοφορούν στην παγκόσμια μουσική σκηνή, από soundtracks μέχρι dance mixtapes, είναι το λιγότερο… σαχλές; Και μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ τα κομμάτια που διαλέγουν, αυτό είναι το λιγότερο (δοκίμασε να ακούσεις έναν αγαπημένο σου δίσκο ανάποδα, από το τελευταίο στο πρώτο κομμάτι, κι αν σου αρέσει το ίδιο, εγώ να κερδίσω αύριο Grammy καλύτερου Tropicana album).
Επιστρέφοντας στο θέμα (όχι ότι έφυγα ποτέ, παράλληλη δράση θα ονόμαζα τον πρόλογο), όταν αποφασίσεις να βάλεις στη δισκοθήκη σου την ιστορία, τη ζωγραφιά και τα 15 tracks που ξεκοκάλιζα τα πρόσφατα 24ωρα, θα μπεις σε μια διαδικασία να καταλάβεις τι θέλει να πει ο ποιητής. Το θέμα είναι ότι στην προσπάθειά σου αυτή, θα πέσεις σε μια παγίδα που δεν περίμενες – θα έχεις στο repeat το δισκάκι, θα γουστάρεις που δεν θέλει να το παίξει indie ή electro ή η-παρακαταθήκη-μιας-radio-producer-που-τώρα-κυκλοφορεί-και-δίσκο ή club-collectiva ή whatever. Η ροή και το συναίσθημα των κομματιών είναι το πρώτο και το πιο σημαντικό εδώ μέσα. Η αίσθηση πως είσαι στη μέση μιας διαδρομής, χωρίς να ξέρεις από πού ακριβώς ξεκίνησες ή πού θα καταλήξεις, μιας και την απολαμβάνεις σε όλα της τα μήκη και όλα τα της πλάτη.
Το tempo θα το βρεις να κατεβαίνει σταδιακά, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε κάθε διαδρομή – χορεύεις, τα σπας, τρως, χαλαρώνεις, φιλάς, ξαπλώνεις/γνωρίζεις, λαχταράς, δίνεσαι, αφήνεσαι, συνηθίζεις, ηρεμείς/δημιουργείς, καταναλώνεσαι, υπερωρείς, παθαίνεις κορεσμούς, παραιτείσαι. Ο εθισμός έρχεται από νωρίς και με το πιο ιδιαίτερα χρωματισμένο από τα 15 κομμάτια (“A love song”). Σου αρέσει που ακούς φωνές τύπου Lisa Mitchell και Anya Marina, αλλά και indie pop anthems τύπου “Heroes”, μιας και δεν τα περιμένεις να έρχονται στο χάσιμο των pads. Ενθουσιάζεσαι γεωμετρικά με το γεγονός ότι ο Tareq (με το “Mosquito”) και ο Nikonn (με το “The sea”) ανήκουν στην ελληνική αγγλόφωνη δισκογραφία και έχουν κοινό (σημάδι πως ο κόσμος έχει σχεδόν ξυπνήσει και τα μπουζούκια δεν είναι πάντα το σημείο αναφοράς. Δεν τα σνομπάρω, έχω πάει πολλάκις). Συγκινείσαι στην παρουσία και μόνο της φωνής του μοναδικού Tom Baxter, αναλώνεσαι στα έγχορδα των Irrepressibles, που σου θυμίζουν Anthony, αλλά δεν είναι, και επιστρέφεις ξανά στον πόνο της Amanda Blank.
Το θέμα, από το οποίο μπορεί και να ξέφευγα αλλά τελικά το βρήκα, δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ. Είναι όλο στο μυαλό ενός δήθεν μουσικογραφιά που θέλει να το παίξει ξερόλας. Είναι ασαφές και συγκεκριμένο, όπως και η μουσική. Από την αρχή μέχρι το τέλος, στο repeat και μέχρι να κάνεις eject το δισκάκι. Είναι στην αίσθηση που σου αφήνουν τα λόγια του booklet, είναι το artwork πάνω σε μια μηχανή και σε ένα πιάνο, είναι το πρόσωπο πίσω από αυτά, είναι όλα έτσι όπως παρουσιάζονται κι έτσι όπως αφήνονται να εννοηθούν. Οι συλλογές είναι επικίνδυνες. Και από την ανάποδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου