Είναι περίεργο που συμβαίνει αυτό, αλλά αντί να χάσουν την ταυτότητά τους μετά την αποδοχή του “Lungs”, η Florence και η μπάντα της εισχώρησαν ακόμα περισσότερο στα άδυτα των επιρροών τους και έφτιαξαν ένα δίσκο που είναι πιο Florence, πιο βρετανικός, πιο soulful, πιο μυστικιστικός και πιο indie από οτιδήποτε έχουν ηχογραφήσει μέχρι σήμερα. Προσπερνώντας λοιπόν τους εμπορικούς θριάμβους του ντεμπούτου, τις υποψηφιότητες για Grammy και για Mercury Prize, αλλά και το boost από τα MTV Awards με το συγκλονιστικό “Dog days are over”, περνάμε σε μια εποχή που οι Florence + the Machine συνθέτουν το “Ceremonials” και τοποθετούν τον πήχη σε άφταστα ύψη.
Ο Paul Epworth μπήκε στο studio, έβγαλε το μαγικό ραβδάκι του και εμπνεύστηκε τις πιο αιθέριες ενορχηστρώσεις που μπορείς να ακούσεις σήμερα. Αφήνοντας τις ραδιοφωνικές καταβολές του “Rolling in the deep” της Adele, εξερεύνησε τους δρόμους που ήθελε να πάει το “Ceremonials” από την αρχή της γέννησής του και με τη βοήθεια μιας μπάντας, που θα ζήλευαν οι Kate Bush, Bat For Lashes και Danger Mouse (no kidding), έχτισε ρυθμούς, πλήκτρα και χορωδίες που μπλέκουν μεταξύ τους σε σημείο μπερδέματος και ακατάπαυστης σημειολογίας όσον αφορά στην εξυπηρέτηση του τίτλου.
Έχουμε ήδη ακούσει ήδη τα “Shake it out” και “What the water gave me” ως πρώτο επίσημο single και promo single αντίστοιχα, ενώ ήδη ετοιμάζεται η κυκλοφορία και οπτικοποίηση του “No light, no light”, που εγώ θα το προμόταρα ως το επόμενο και πιο sophisticated “Dog days are over”, αλλά άλλο θέμα αυτό. Η συνολική ακρόαση μου επιτρέπει να πω ότι δεν είναι δίσκος για όλα τα γούστα. Aν έχεις κολλήσει με το πιο radio-friendly “Lungs” και διασκευές τύπου “You’ve got the love”, θα το βρεις ακατανόητο και σκοτεινό. Αν πάλι έχεις αγαπήσει τις πιο ιδιαίτερες στιγμές της Florence, όπως τα “Kiss with a fist” και “Heavy on my heart”, τότε θα πάρεις πρέφα αμέσως τι θέλουν σου πουν οι δημιουργοί του.
Θα μείνω στο εισαγωγικό “Only if for a night” που σε κατευθύνει σωστά και γίνεται αγαπημένο. Θα ακούσω ξανά το “What the water gave me” γιατί είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που κορυφώνεται, σαν ένα εναλλακτικό “Uninvited” (Alanis Morissette). Θα συγκινηθώ στο “Never let me go” γιατί είναι μεγάλη σύνθεση και αναδεικνύει τη μεγάλη φωνή της Florence Welch, που παρεμπιπτόντως είναι από τις λίγες φορές που δεν την υπέρ-χρησιμοποιεί, φωνάζοντας. Θα κολλήσω με το soulful “Lover to lover” που θα μπορούσε να έχει πει κάλλιστα η Joss Stone και θα αποθεώσω το προσωπικό μου αγαπημένο, “Seven devils”, που όσο με σκιάζει, τόσο με συναρπάζει.
Με τούτα και μ’ εκείνα, το ολόφρεσκο album των Florence + the Machine είναι το λιγότερο must-listen και για μένα ήδη μέσα στο top-10 των καλύτερων ηχογραφήσεων για το 2011. Όχι μόνο γιατί αγαπώ τη Florence, όχι μόνο γιατί πρόκειται για έναν δουλεμένο μέχρι το μεδούλι δίσκο, αλλά και γιατί το “ceremonials” δεν έπεσε θύμα της εμπορικότητάς της μπάντας και της frontwoman αυτής, αλλά την ανάγκασε να βγάλει το make-up, να αφαιρέσει τα λούσα, να μπει στο studio και να γράψει μικρά διαμάντια που θα μπορούσαν να είναι σφαλιάρα σε αυτούς που την ήθελαν να πέφτει θύμα των αμερικάνικων προτύπων και δισκογραφικών. Κι αυτό λέγεται καλλιτεχνική ακεραιότητα.
Αξίζει να αγοράσεις ή να κατεβάσεις τα bonus tracks, αφού θα ακούσεις το εκπληκτικό “Remain nameless” και ακουστικές ή demo version πολλών κομματιών, μεταξύ αυτών και το “What the water gave me”.
Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011
Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011
Kelly Clarkson – Stronger
Με τούτα και με εκείνα, η πρώτη νικήτρια του American Idol έφτασε στον πέμπτο δίσκο της και αποδεικνύει πως μερικές φορές τα reality βγάζουν και αξιόλογα πράγματα (άκου Will Young, Fantasia, Leona Lewis και Jennifer Hudson). Το “Stronger” ακούγεται εύκολα, είναι πιο ραδιοφωνικό από το “All I ever wanted” και την πινελιά του σε αυτό έχει βάλει ο πολύς της pop, κύριος Greg Kurstin, που ξεφεύγει από τα pop anthems που έχει γράψει στις Little Boots και Lily Allen, κάτι που διακρίναμε από τη συμμετοχή του στο ανιαρό “I’m with you” των Red Hot Chili Peppers νωρίτερα αυτή τη χρονιά.
Δεν θα σταθώ στις φωνητικές της ικανότητες, αφού είναι δεδομένο πως μιλάμε για μια από τις πιο σημαντικές pop φωνές της τελευταίας δεκαετίας. Δεν θα σταθώ ούτε στο μουσικό ύφος, μιας και δεν ξεφεύγει από αυτά που μας έχει συνηθίσει. Θα σταθώ στο πόσο ευχάριστα ακούγεται ο δίσκος, χωρίς όμως να έχει κάποιο peak, σε αντίθεση με πιο καλοδουλεμένες ηχογραφήσεις στην παραγωγή, όπως ήταν οι μεγαλύτερες απογοητεύσεις της φετινής χρονιάς, Coldplay και RHCP. Όταν λέω όμως πως θα σταθώ σε αυτό, εννοώ μόνο σε αυτό.
Τα υποψήφια single είναι αρκετά, χωρίς όμως κάποιο να υπόσχεται σημαντικές επιδόσεις στα charts. Κι αυτό γιατί τα τραγούδια έχουν ακουστικές βάσεις, αρμονίες που σου φέρνουν συνεχώς κάτι άλλο στο νου, radio-friendly καταστάσεις που λειτουργούν σαν χαλί σε απογευματινό καφέ και cheesy ενορχηστρώσεις που μερικές φορές ακούγονται σαχλές. Κι ενώ θαρρείς πως θα βγει η φωνή της μπροστά και θα τα σπάσει όλα, εκείνη ακούγεται πιο γλυκανάλατη από ποτέ καθόλη τη διάρκεια της ακρόασης.
Δεν είμαι τόσο του radio friendly σε σημείο χουζουρέματος, αλλά εκτιμώ μια καλή μελωδία και ενίοτε κολλάω και με την πάρτη της, όπως παθαίνω με το εισαγωγικό “Mr. Know it all”, που για να πω την αλήθεια μου, μου κάνει καρμπόν με το “Fucking perfect” της P!nk, αλλά το αφήνω στην άκρη. Στη νέα δουλειά της Kelly Clarkson καταλαβαίνω πως η δισκογραφική της επέβαλε να ξεχάσει στιγμές τύπου “Since you been gone”, “Never again” και “Whyyawannabringmedown” και να φτιάξει τα sequel των “My Life Would Suck Without You” και “Breakaway”. Το χειρότερο είναι πως εκείνη το έκανε και είναι η πρώτη φορά που σε κανένα σημείο δεν ακούμε την ίδια, εξαιρώντας το ξεσηκωτικό “Hello”.
Όποιος είναι μέγας fan της Clarkson και ταυτόχρονα αμερικάνος πολίτης, θα ενθουσιαστεί, όπως και να ‘χει. Διαφορετικά, ούτε που θα σε απασχολήσει και ούτε που θα το πάρεις πρέφα στις ελληνικές τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες. Σαν να ασχολήθηκα πολύ όμως με το “Stronger”, ας προχωρήσω…
Δεν θα σταθώ στις φωνητικές της ικανότητες, αφού είναι δεδομένο πως μιλάμε για μια από τις πιο σημαντικές pop φωνές της τελευταίας δεκαετίας. Δεν θα σταθώ ούτε στο μουσικό ύφος, μιας και δεν ξεφεύγει από αυτά που μας έχει συνηθίσει. Θα σταθώ στο πόσο ευχάριστα ακούγεται ο δίσκος, χωρίς όμως να έχει κάποιο peak, σε αντίθεση με πιο καλοδουλεμένες ηχογραφήσεις στην παραγωγή, όπως ήταν οι μεγαλύτερες απογοητεύσεις της φετινής χρονιάς, Coldplay και RHCP. Όταν λέω όμως πως θα σταθώ σε αυτό, εννοώ μόνο σε αυτό.
Τα υποψήφια single είναι αρκετά, χωρίς όμως κάποιο να υπόσχεται σημαντικές επιδόσεις στα charts. Κι αυτό γιατί τα τραγούδια έχουν ακουστικές βάσεις, αρμονίες που σου φέρνουν συνεχώς κάτι άλλο στο νου, radio-friendly καταστάσεις που λειτουργούν σαν χαλί σε απογευματινό καφέ και cheesy ενορχηστρώσεις που μερικές φορές ακούγονται σαχλές. Κι ενώ θαρρείς πως θα βγει η φωνή της μπροστά και θα τα σπάσει όλα, εκείνη ακούγεται πιο γλυκανάλατη από ποτέ καθόλη τη διάρκεια της ακρόασης.
Δεν είμαι τόσο του radio friendly σε σημείο χουζουρέματος, αλλά εκτιμώ μια καλή μελωδία και ενίοτε κολλάω και με την πάρτη της, όπως παθαίνω με το εισαγωγικό “Mr. Know it all”, που για να πω την αλήθεια μου, μου κάνει καρμπόν με το “Fucking perfect” της P!nk, αλλά το αφήνω στην άκρη. Στη νέα δουλειά της Kelly Clarkson καταλαβαίνω πως η δισκογραφική της επέβαλε να ξεχάσει στιγμές τύπου “Since you been gone”, “Never again” και “Whyyawannabringmedown” και να φτιάξει τα sequel των “My Life Would Suck Without You” και “Breakaway”. Το χειρότερο είναι πως εκείνη το έκανε και είναι η πρώτη φορά που σε κανένα σημείο δεν ακούμε την ίδια, εξαιρώντας το ξεσηκωτικό “Hello”.
Όποιος είναι μέγας fan της Clarkson και ταυτόχρονα αμερικάνος πολίτης, θα ενθουσιαστεί, όπως και να ‘χει. Διαφορετικά, ούτε που θα σε απασχολήσει και ούτε που θα το πάρεις πρέφα στις ελληνικές τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες. Σαν να ασχολήθηκα πολύ όμως με το “Stronger”, ας προχωρήσω…
Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011
Katy B – On A Mission
Οι δρόμοι του Λονδίνου βρήκαν τη νέα τους ηρωίδα. Κι αφού η Lily Allen αρνείται να βγάλει δίσκο, η Miss Dynamite το έχει σχεδόν χάσει, οι Sugababes και οι Girls Aloud δεν υπάρχουν στον χάρτη και η Marina Diamantis επισημοποίησε την κυκλοφορία του “Electra Heart” για το 2012, έρχεται η γλυκύτατη Katy B να εδραιώσει τον ηλεκτρονικό, χορευτικό της ήχο και να λανσάρει μια urban εκδοχή του με garage, drum and bass, funk, dubstep και hip στοιχεία στην παραγωγή του.
Ο δίσκος προτάθηκε για το Mercury Prize του 2011 (το κέρδισε για δεύτερη φορά η αυτού μεγαλειότητα, PJ Harvey) και μέχρι τώρα έχει κυκλοφορήσει πέντε single στη βρετανική αγορά. Δεν ανέβηκε στην κορυφή του album chart, αλλά κατέκτησε τη δεύτερη θέση, ενώ το “Lights on”, δεύτερο single και video, φιλοξενεί τη Miss Dynamite στα φωνητικά. Μέσα σε όλα αυτά όμως, το θέμα είναι πως έχει αγαπηθεί από όλους τους μουσικογραφιάδες ανά τον κόσμο, ενώ αποθεώθηκε και από τη δύσκολη δημοσιογραφική μερίδα κριτικών του Pitchforkmedia.com, γεγονός που αν είσαι indie, hipster και τα συναφή, θα το εκτιμήσεις δεόντως.
Αν πρέπει να περιορίσω την κρίση μου σε μια μόνο λέξη, θα χαρακτήριζα το “On a mission” ως “φρέσκο και αναζωογονητικό”. Ο πρώτος χαρακτηρισμός έγκειται στην παραγωγή, η οποία καταφέρνει να είναι επίκαιρη, διόλου υπερβολική ή πρωτοποριακή, έχει αναφορές σε 90’s dance anthems τύπου “You’re not alone” από Olive και μπλέκει την αστική κουλτούρα του Λονδίνου με την pop αισθητική που κυριαρχεί στα charts και στα ραδιόφωνα. Ο δεύτερος χαρακτηρισμός έχει να κάνει με το συναίσθημα και τη φωνή της. Είναι dance μουσική με πιασάρικες μελωδίες, πόνο και διάθεση για έρωτα, παιχνίδι και εξομολόγηση. Θα έκανε κανείς (εγώ) τον συνειρμό να σκεφτεί το “Ray of light” των Madonna, Patrick Leonard και William Orbit σε κάποιες στιγμές του, αλλά μπορεί να θεωρηθεί επικίνδυνο, οπότε το αναιρώ (ειπώθηκε όμως και μάλιστα έντονα, μου φτάνει).
Πρέπει να ακούσεις το “On a mission”, γιατί θα σε ‘αναγκάσει’ να χορέψεις και να μουρμουρίσεις τις υπέροχες μελωδίες της Καιτούλας, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Είναι υπόδειγμα καλής pop και μπορεί να είναι η βάση για μια πολλά υποσχόμενη καριέρα, εφόσον η βιομηχανία από μόνη της σταματήσει να βγάζει καλλιτέχνες της τριετίας. Κι αν σου παραθυμίσει Lily Allen ή Sugababes, μη σκας, δεν υπάρχει παρθενογένεση, όλα θα σου θυμίζουν κάτι στο τέλος της ημέρας. Απλώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι ακαταμάχητο.
Ο δίσκος προτάθηκε για το Mercury Prize του 2011 (το κέρδισε για δεύτερη φορά η αυτού μεγαλειότητα, PJ Harvey) και μέχρι τώρα έχει κυκλοφορήσει πέντε single στη βρετανική αγορά. Δεν ανέβηκε στην κορυφή του album chart, αλλά κατέκτησε τη δεύτερη θέση, ενώ το “Lights on”, δεύτερο single και video, φιλοξενεί τη Miss Dynamite στα φωνητικά. Μέσα σε όλα αυτά όμως, το θέμα είναι πως έχει αγαπηθεί από όλους τους μουσικογραφιάδες ανά τον κόσμο, ενώ αποθεώθηκε και από τη δύσκολη δημοσιογραφική μερίδα κριτικών του Pitchforkmedia.com, γεγονός που αν είσαι indie, hipster και τα συναφή, θα το εκτιμήσεις δεόντως.
Αν πρέπει να περιορίσω την κρίση μου σε μια μόνο λέξη, θα χαρακτήριζα το “On a mission” ως “φρέσκο και αναζωογονητικό”. Ο πρώτος χαρακτηρισμός έγκειται στην παραγωγή, η οποία καταφέρνει να είναι επίκαιρη, διόλου υπερβολική ή πρωτοποριακή, έχει αναφορές σε 90’s dance anthems τύπου “You’re not alone” από Olive και μπλέκει την αστική κουλτούρα του Λονδίνου με την pop αισθητική που κυριαρχεί στα charts και στα ραδιόφωνα. Ο δεύτερος χαρακτηρισμός έχει να κάνει με το συναίσθημα και τη φωνή της. Είναι dance μουσική με πιασάρικες μελωδίες, πόνο και διάθεση για έρωτα, παιχνίδι και εξομολόγηση. Θα έκανε κανείς (εγώ) τον συνειρμό να σκεφτεί το “Ray of light” των Madonna, Patrick Leonard και William Orbit σε κάποιες στιγμές του, αλλά μπορεί να θεωρηθεί επικίνδυνο, οπότε το αναιρώ (ειπώθηκε όμως και μάλιστα έντονα, μου φτάνει).
Πρέπει να ακούσεις το “On a mission”, γιατί θα σε ‘αναγκάσει’ να χορέψεις και να μουρμουρίσεις τις υπέροχες μελωδίες της Καιτούλας, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Είναι υπόδειγμα καλής pop και μπορεί να είναι η βάση για μια πολλά υποσχόμενη καριέρα, εφόσον η βιομηχανία από μόνη της σταματήσει να βγάζει καλλιτέχνες της τριετίας. Κι αν σου παραθυμίσει Lily Allen ή Sugababes, μη σκας, δεν υπάρχει παρθενογένεση, όλα θα σου θυμίζουν κάτι στο τέλος της ημέρας. Απλώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι ακαταμάχητο.
Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011
Coldplay – Mylo Xyloto
Όλα καλά με τους Coldplay, γενικά και συγκεκριμένα. Έχουν βγάλει κομμάτια και δίσκους με παραγωγές που βάζουν τα γυαλιά σε πολλούς ανταγωνιστές της pop, pop-rock και σχεδόν alternative rock (γιατί εναλλακτικό δεν το λες). Έχουν συνεργαστεί πολλάκις με τον πολύ Brian Eno, πρωτομάστορα της ambient και άνθρωπο-κλειδί σε μερικές από τις πιο σημαδιακές ηλεκτρονικές και rock στιγμές των τελευταίων 30 χρόνων. Έχουν γίνει ένα από τα ελάχιστα σύγχρονα arena groups, γεμίζοντας με ευκολία γήπεδα δεκάδων χιλιάδων θέσεων, ενώ έχουν βραβευτεί με ό,τι είδος σημαντικού και ανούσιου βραβείου έχει γεννήσει η μουσική βιομηχανία. Μέχρι που ανοίγω τον φάκελο του “Mylo Xyloto” και ξεκινάω την ακρόαση. Είναι η στιγμή που παίρνω πρέφα πως κάτι δεν πάει καλά…
Αρχικά, δεν με χαλάει καθόλου που οι Coldplay το έχουν στρίψει τελείως σε mainstream και pop μονοπάτια, (ξε)πουλώντας το ύφος με το οποίο έγιναν γνωστοί και αγαπήθηκαν από το μουσικόφιλο κοινό. Το υποστηρίζουν πολύ καλά, αλλάζουν προφίλ, image και εμφάνιση πιο γρήγορα και από τη Britney Spears (lame) και λανσάρουν τα ανάλογα κάθε φορά trends, χωρίς να έχουν χάσει την ταυτότητά τους (από τον δεύτερο δίσκο και μετά). Έχουν έναν frontman που έχει αναλάβει να καθιερώσει τους Coldplay ως τους επόμενους U2 (too lame), ενώ η φωνή του είναι τόσο αφελής, συναισθηματική και ‘καθαρή’, που στέκεται επάξια σε κάθε σύνθεση. Αλλά, πλέον, μέχρι εκεί.
Το “Mylo Xyloto” (προφέρεται Μά-ι-λο Ζά-ι-λε-το-ου) είναι ένας concept δίσκος, μιας και πρόκειται ουσιαστικά για μια ερωτική ιστορία ανάμεσα στους Mylo και Xyloto, αλλά και για μια σκόπιμη κίνηση της τετράδας να βαφτίσει έναν τίτλο με λέξεις που να μη σημαίνουν απολύτως τίποτα. Στα credits βλέπουμε και πάλι τον Eno, γεγονός που δεν γίνεται αντιληπτό σχεδόν πουθενά, ενώ η radio-friendly προσέγγιση της δουλειάς βγάζει μάτια κι αυτιά από το intro κιόλας.
Αφού το πήγα προς τα εκεί, λοιπόν, σε συνθετικό επίπεδο οι μελωδίες δεν είναι για να απαξιείς, αν κι αυτές που θυμάσαι μετά τις πρώτες δύο ακροάσεις είναι μόλις τρεις. Αποφεύγοντας tracks που δεν έχουν λόγο ύπαρξης (ναι, το ντουέτο με τη Rihanna εννοώ), περνάς σε tracks που λιτά αποδεικνύουν γιατί οι Coldplay είναι συγκρότημα με αξιώσεις, όπως τα “Us against the world” και “U.F.O.”, αλλά και σε άλλα που νιώθεις βαθιά στα λαγόνια σου πως υπάρχουν για να γεμίσει η διάρκεια του δίσκου, όπως το “Up in flames”. Η παραγωγή σώζει την κατάσταση της συνολικής μετριότητας κι ενώ έχεις την αίσθηση πως θα ακούσεις μια κόπια από την ηλεκτρονική εκδοχή της post-punk revival των Killers με το καταπληκτικό εισαγωγικό “Hurts like heaven”, η συνέχεια είναι στο μεγαλύτερό της μέρος φθίνουσα.
Το πρώτο video για το “Paradide” είναι εύστοχο και θα ικανοποιήσει τους μικρότερους σε ηλικία θαυμαστές του group, αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, είναι προφανής η διάθεση για άλλο ένα top-10 track στα charts. Η αίσθηση της ασφάλειας, άλλωστε, μετά από τρία χρόνια αποχής από το προσκήνιο και τους εμπορικούς θριάμβους του “Viva la vida or death and all hid friends” μάλλον έκλεψε τη μερίδα του λέοντος από την προσπάθεια να μαστορέψουν μια πολύ καλή δουλειά. Το ίδιο αποδεικνύει και η κυκλοφορία του δεύτερου single στις 25 Οκτωβρίου με τίτλο “Princess of China”. Ναι, είναι το ντουέτο με τη Rihanna, που χαρακτήρισα ως προσβλητικό λίγο πιο πριν.
Καταλήγω στο πόρισμα πως οι Coldplay πρέπει να ξανασκεφτούν τους τρόπους με τους οποίους θα γίνουν οι διάδοχοι των U2. Αν ο τρόπος είναι να μασκαρεύονται για τα video-clip τους και να επιστρατεύουν τις r’n’b και pop ντίβες της εποχής, μάλλον κάπου το έχουν χάσει και θα πρέπει να ψάξουν να το βρουν. Κι όχι τόσο γιατί το νέο album είναι τόσο κακό, αλλά γιατί είναι τόσο κακό για αυτούς. Δεν πίστευα πως θα το πω, αν και την αγαπώ και την έχω σε εκτίμηση, αλλά το “Mylo Xyloto” μου κάνει τόσο άγευστο, που περιμένω με ανυπομονησία το ντεμπούτο της Gwyneth Paltrow. Kill me now.
Αρχικά, δεν με χαλάει καθόλου που οι Coldplay το έχουν στρίψει τελείως σε mainstream και pop μονοπάτια, (ξε)πουλώντας το ύφος με το οποίο έγιναν γνωστοί και αγαπήθηκαν από το μουσικόφιλο κοινό. Το υποστηρίζουν πολύ καλά, αλλάζουν προφίλ, image και εμφάνιση πιο γρήγορα και από τη Britney Spears (lame) και λανσάρουν τα ανάλογα κάθε φορά trends, χωρίς να έχουν χάσει την ταυτότητά τους (από τον δεύτερο δίσκο και μετά). Έχουν έναν frontman που έχει αναλάβει να καθιερώσει τους Coldplay ως τους επόμενους U2 (too lame), ενώ η φωνή του είναι τόσο αφελής, συναισθηματική και ‘καθαρή’, που στέκεται επάξια σε κάθε σύνθεση. Αλλά, πλέον, μέχρι εκεί.
Το “Mylo Xyloto” (προφέρεται Μά-ι-λο Ζά-ι-λε-το-ου) είναι ένας concept δίσκος, μιας και πρόκειται ουσιαστικά για μια ερωτική ιστορία ανάμεσα στους Mylo και Xyloto, αλλά και για μια σκόπιμη κίνηση της τετράδας να βαφτίσει έναν τίτλο με λέξεις που να μη σημαίνουν απολύτως τίποτα. Στα credits βλέπουμε και πάλι τον Eno, γεγονός που δεν γίνεται αντιληπτό σχεδόν πουθενά, ενώ η radio-friendly προσέγγιση της δουλειάς βγάζει μάτια κι αυτιά από το intro κιόλας.
Αφού το πήγα προς τα εκεί, λοιπόν, σε συνθετικό επίπεδο οι μελωδίες δεν είναι για να απαξιείς, αν κι αυτές που θυμάσαι μετά τις πρώτες δύο ακροάσεις είναι μόλις τρεις. Αποφεύγοντας tracks που δεν έχουν λόγο ύπαρξης (ναι, το ντουέτο με τη Rihanna εννοώ), περνάς σε tracks που λιτά αποδεικνύουν γιατί οι Coldplay είναι συγκρότημα με αξιώσεις, όπως τα “Us against the world” και “U.F.O.”, αλλά και σε άλλα που νιώθεις βαθιά στα λαγόνια σου πως υπάρχουν για να γεμίσει η διάρκεια του δίσκου, όπως το “Up in flames”. Η παραγωγή σώζει την κατάσταση της συνολικής μετριότητας κι ενώ έχεις την αίσθηση πως θα ακούσεις μια κόπια από την ηλεκτρονική εκδοχή της post-punk revival των Killers με το καταπληκτικό εισαγωγικό “Hurts like heaven”, η συνέχεια είναι στο μεγαλύτερό της μέρος φθίνουσα.
Το πρώτο video για το “Paradide” είναι εύστοχο και θα ικανοποιήσει τους μικρότερους σε ηλικία θαυμαστές του group, αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, είναι προφανής η διάθεση για άλλο ένα top-10 track στα charts. Η αίσθηση της ασφάλειας, άλλωστε, μετά από τρία χρόνια αποχής από το προσκήνιο και τους εμπορικούς θριάμβους του “Viva la vida or death and all hid friends” μάλλον έκλεψε τη μερίδα του λέοντος από την προσπάθεια να μαστορέψουν μια πολύ καλή δουλειά. Το ίδιο αποδεικνύει και η κυκλοφορία του δεύτερου single στις 25 Οκτωβρίου με τίτλο “Princess of China”. Ναι, είναι το ντουέτο με τη Rihanna, που χαρακτήρισα ως προσβλητικό λίγο πιο πριν.
Καταλήγω στο πόρισμα πως οι Coldplay πρέπει να ξανασκεφτούν τους τρόπους με τους οποίους θα γίνουν οι διάδοχοι των U2. Αν ο τρόπος είναι να μασκαρεύονται για τα video-clip τους και να επιστρατεύουν τις r’n’b και pop ντίβες της εποχής, μάλλον κάπου το έχουν χάσει και θα πρέπει να ψάξουν να το βρουν. Κι όχι τόσο γιατί το νέο album είναι τόσο κακό, αλλά γιατί είναι τόσο κακό για αυτούς. Δεν πίστευα πως θα το πω, αν και την αγαπώ και την έχω σε εκτίμηση, αλλά το “Mylo Xyloto” μου κάνει τόσο άγευστο, που περιμένω με ανυπομονησία το ντεμπούτο της Gwyneth Paltrow. Kill me now.
Breaking Mad
Breaking Mad: Πρεμιέρα Σάββατο 22 Οκτωβρίου στις 10.30 π.μ @MAD TV
Καλεσμένοι ο Stan, ο Νικήτας Κλίντ και οι Jessica 6!
Για πρώτη φορά στο Mad TV ένα μαγκαζίνο μιαμισης ώρας για το κοινό των social media και το sοcializing at large! Παρουσιαστές, δύο νέα πρόσωπα στο Mad, αλλά πολύ γνωστά στους hip κύκλους της πόλης: ο Δημήτρης Μαυροκεφαλίδης και η Μαίρη Ρετσίνα. Μαζί τους μπορείτε να μάθετε τα πάντα για τα social media, το social life, το social comment. Με πολύ χιούμορ και mad ατάκες, για το κοινό που ξυπνάει αργά με hangover και θέλει να παραμείνει «δικτυωμένο».
Κάθε Σάββατο στις 10:30 και σε (Ε) Τρίτη στις 15:00
Καλεσμένοι ο Stan, ο Νικήτας Κλίντ και οι Jessica 6!
Για πρώτη φορά στο Mad TV ένα μαγκαζίνο μιαμισης ώρας για το κοινό των social media και το sοcializing at large! Παρουσιαστές, δύο νέα πρόσωπα στο Mad, αλλά πολύ γνωστά στους hip κύκλους της πόλης: ο Δημήτρης Μαυροκεφαλίδης και η Μαίρη Ρετσίνα. Μαζί τους μπορείτε να μάθετε τα πάντα για τα social media, το social life, το social comment. Με πολύ χιούμορ και mad ατάκες, για το κοινό που ξυπνάει αργά με hangover και θέλει να παραμείνει «δικτυωμένο».
Κάθε Σάββατο στις 10:30 και σε (Ε) Τρίτη στις 15:00
Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011
Laura Marling - A Creature I Don't Know
Άκουσα δίσκους τελευταία, που μου έγειραν το σαγόνι με την παραγωγή τους (Kasabian – Velociraptor, James Blake – James Blake). Άκουσα άλλους, που με γέμισαν δέος με τα φωνητικά τους επιτεύγματα (Joss Stone – LP1) και τις μελωδίες τους (Jens Lekman – An Argument With Myself), ενώ έβγαλα μερικούς από τον μπαξέ μου, που καινοτομούν και δημιουργούν από μόνοι τους κατηγορίες (tUnE yArDs - whokill, Bjork - Biophilia). Η περίπτωση του τρίτου δίσκου της Laura Marling όμως είναι λίγο διαφορετική. Κι αυτό γιατί χρησιμοποιεί τα λιγότερα μέσα σε όλους τους τομείς και συνθέτει ένα συναισθηματικό ηχοτοπίο, που φέρνει δάκρυα συγκίνησης και καλλιτεχνικής εξιλέωσης.
Η συνταγή δεν αλλάζει από το δεύτερο album, “I speak, because I can”, μιας και τα τραγούδια γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της περιοδείας της για την προώθησή αυτού, τέτοια περίοδο πέρυσι. Θα ακούσεις κομμάτια που θα μπορούσαν να τα έχουν πει οι Noah and the Whale, θα βρεις country βλαχομπαλάντες (“I was just a card”), που θα μπορούσε να έχει πει η Norah Jones με τους Little Willies, θα κολλήσεις με folk rock (τύπου Joni Mitchell και PJ Harvey) tracks (“The beast”) και θα γοητευτείς στην ιδέα μιας 24χρονης που βάζει γυαλιά σε όλες τις σύγχρονες τραγουδοποιούς με την ακατάπαυστη όρεξη που έχει να γεύεται, να μαθαίνει, να κρίνει, να διαλέγει και να ωριμάζει μέσα από τη δημιουργία της.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια για την κιθάρα και τη φωνή της Marling. Τα λέει τόσο ωραία, που το μοναδικό που αφήνει πάνω σου είναι το πάτημα του repeat…
Η συνταγή δεν αλλάζει από το δεύτερο album, “I speak, because I can”, μιας και τα τραγούδια γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της περιοδείας της για την προώθησή αυτού, τέτοια περίοδο πέρυσι. Θα ακούσεις κομμάτια που θα μπορούσαν να τα έχουν πει οι Noah and the Whale, θα βρεις country βλαχομπαλάντες (“I was just a card”), που θα μπορούσε να έχει πει η Norah Jones με τους Little Willies, θα κολλήσεις με folk rock (τύπου Joni Mitchell και PJ Harvey) tracks (“The beast”) και θα γοητευτείς στην ιδέα μιας 24χρονης που βάζει γυαλιά σε όλες τις σύγχρονες τραγουδοποιούς με την ακατάπαυστη όρεξη που έχει να γεύεται, να μαθαίνει, να κρίνει, να διαλέγει και να ωριμάζει μέσα από τη δημιουργία της.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια για την κιθάρα και τη φωνή της Marling. Τα λέει τόσο ωραία, που το μοναδικό που αφήνει πάνω σου είναι το πάτημα του repeat…
Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011
Kasabian - Velociraptor!
Αν σε έναν δίσκο έβαζες τις φωνές των Oasis ή καλύτερα του Richard Ashcroft, classic rock μελωδίες από τη μαγική δεκαετία του 60’, ορχήστρες και πνευστά, ηλεκτρονικές παρεμβάσεις και ατμόσφαιρες, drum machines και ψυχεδελικές αναφορές σε συγκροτήματα όπως οι Radiohead και οι Pink Floyd, μάλλον θα ηχογραφούσες έναν αχταρμά. Αυτό κάνουν και οι Kasabian, μόνο που σε αυτή την περίπτωση θες να πεταχτείς μέχρι το Λονδίνο, να πας στην pub που πίνουν μπύρες, να τους αγκαλιάσεις και να τους πεις ένα μεγάλο “Ευχαριστώ”.
Οι δύο σταθερές που εκτοπίζουν τη διαφορετική προσέγγιση σε κάθε δίσκο των Kasabian είναι η φωνή του Tom Meighan και οι μελωδικές γραμμές των τραγουδιών. Βλέποντας, λοιπόν, πως αυτά τα δύο συνεχίζουν να οδηγούν όλη την ηχογράφηση, η αποθέωση του “Velociraptor!” έγκειται στην καινοτομία της παραγωγής. Κι αυτό γιατί μπορείς με άνεση να χαθείς στη ρετρό βάση στην οποία είναι γραμμένη και να ενθουσιαστείς με την εύστοχη προσπάθεια του συγκροτήματος να φέρει τη φρεσκαδούρα στη rock της νέας εποχής.
Αυτός είναι ο δίσκος που θα ήθελαν να κάνουν οι Verve μετά το “Forth”, οι Oasis μετά το “Dig out your soul”, οι Kula Shaker μετά το “Peasants, Pigs & Astronauts” και οι Blur μετά το “The Great Escape”. Αυτός είναι ο δίσκος που υπογράφει τη νέα εποχή της rock και ακολουθεί ένα είδος post-britpop αισθητικής, που φαινόταν πως είναι ο καιρός της μετά τη μόδα του post-punk revival. Κι επειδή έπηξα με τις ταμπέλες, άκου προσεκτικά το εισαγωγικό, το “I hear voices” για να νιώσεις την ανατροπή και την ηλεκτρονική πλευρά των Kasabian, το “Days are forgotten” (φυσικά), το καλύτερο όλων, "Switchblade Smiles" και το “Re-wired” για να δεις πως η rock χορεύεται.
Ευχαριστούμε αδέρφια, είστε μάγκες.
Οι δύο σταθερές που εκτοπίζουν τη διαφορετική προσέγγιση σε κάθε δίσκο των Kasabian είναι η φωνή του Tom Meighan και οι μελωδικές γραμμές των τραγουδιών. Βλέποντας, λοιπόν, πως αυτά τα δύο συνεχίζουν να οδηγούν όλη την ηχογράφηση, η αποθέωση του “Velociraptor!” έγκειται στην καινοτομία της παραγωγής. Κι αυτό γιατί μπορείς με άνεση να χαθείς στη ρετρό βάση στην οποία είναι γραμμένη και να ενθουσιαστείς με την εύστοχη προσπάθεια του συγκροτήματος να φέρει τη φρεσκαδούρα στη rock της νέας εποχής.
Αυτός είναι ο δίσκος που θα ήθελαν να κάνουν οι Verve μετά το “Forth”, οι Oasis μετά το “Dig out your soul”, οι Kula Shaker μετά το “Peasants, Pigs & Astronauts” και οι Blur μετά το “The Great Escape”. Αυτός είναι ο δίσκος που υπογράφει τη νέα εποχή της rock και ακολουθεί ένα είδος post-britpop αισθητικής, που φαινόταν πως είναι ο καιρός της μετά τη μόδα του post-punk revival. Κι επειδή έπηξα με τις ταμπέλες, άκου προσεκτικά το εισαγωγικό, το “I hear voices” για να νιώσεις την ανατροπή και την ηλεκτρονική πλευρά των Kasabian, το “Days are forgotten” (φυσικά), το καλύτερο όλων, "Switchblade Smiles" και το “Re-wired” για να δεις πως η rock χορεύεται.
Ευχαριστούμε αδέρφια, είστε μάγκες.
Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011
Bjork – Biophilia
Κάθε φορά που ανοίγω το κεφάλαιο Bjork με πιάνει δέος και πονοκέφαλος. Δέος, γιατί ασχολούμαι με την πιο πρωτοπόρο παρουσία στη μουσική βιομηχανία τα τελευταία είκοσι χρόνια και πονοκέφαλος, γιατί μερικούς δίσκους δεν αντέχω να τους ακούσω πολλές φορές, ακόμα κι αν ξέρω πως σε εκατό χρόνια θα είναι βασικό αντικείμενο μελέτης των μουσικών αναλυτών ανά τον κόσμο. Εδώ μάλιστα όχι μόνο συνεργάζεται με την Apple για δέκα διαφορετικά applications (ένα για κάθε κομμάτι), αλλά και χρησιμοποιεί (πάλι) όργανα που κατασκευάστηκαν αποκλειστικά για την πάρτη της (Gameleste). Με άξονα, λοιπόν, αυτές τις δύο αλήθειες μου, ξεκινάω την ακρόαση του concept album/musical project, “Biophilia”, track by track…
“Moon”
Το εξώφυλλο του δίσκου αποτελεί άξονα για το γύρισμα του ανάλογου video για το promo single του, “Moon”. Ο ρυθμός δεν είναι σαφής, μιας και είναι γραμμένο σε 17/8 και αν βάλεις τα αυτιά σου μέσα στα ηχεία, μπορείς να διακρίνεις τέσσερις άρπες και πολλές αρμονίες στις φωνές. Το κομμάτι εξερευνά την έννοια του κύκλου της ζωής, με αλληγορίες που μιλούν μέσα από τον κάθε κύκλο που κάνει η σελήνη και απώτερο στόχο να διατυμπανίσει την αρχή και το τέλος κάθε απόφασης, κάθε ενέργειας και κάθε ανθρώπινης λειτουργίας και σκέψης. Σαρωτικό σε επίπεδο σύλληψης, ευφυές σε επίπεδο σύνθεσης και εκτελεστικά δύσκολο, αν σκεφτεί κανείς το μέτρο και το στήσιμο της ηχογράφησης από τέσσερις διαφορετικούς αρπίστες.
“Thunderbolt”
Είναι στιγμές που περιμένεις ένα τραγούδι να σε πάει κάπου και να πάθεις το κατιτίς σου. Ε, το “Thunderbolt” δεν είναι μια τέτοια στιγμή. Βέβαια, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη, μιας και το ισλανδικό ξωτικό χρησιμοποιεί την παρακαταθήκη του Νίκολα Τέσλα στο studio και βγάζει ήχους και θορύβους, χρησιμοποιώντας το πηνίο Τέσλα και συνδυάζοντας την επιστήμη 120 ετών για τις ανάγκες μιας ημιηλεκτρονικής, avant-garde δοκιμασίας. Η φωνή της για άλλη μια φορά δίνει ψυχή σε κάτι νεκρό από τη φύση του και ζωντανεύει ένα σχεδόν τραγούδι που κάτω από άλλες συνθήκες θα έπαιρνε την κατρακύλα και θα έμπαινε στην κατηγορία “πειραματικό”.
“Crystalline”
Την αυτού μεγαλειότητα προσκυνώ με χάρη και σεβασμό, αφού το “Crystalline” με διασύρει στην πιο ανώμαλη απογείωση της χρονιάς. Το πρώιμο pop παρελθόν της έρχεται σε παράλληλη σύγκρουση με την πιο πρόσφατη πειραματική και avant-garde δουλειά της, καταφέρνοντας να δημιουργήσει μια από τις πιο σημαντικές στιγμές, αν όχι την πιο σημαντική, του “Biophilia”. Η πολυσυζητημένη γέφυρα sample-άρει το πιο ιστορικό σόλο/ προάγγελο της drum and bass, Amen break, από το "Amen, Brother" του 1969. Το video-clip, γυρισμένο από την ιδιοφυία του Michel Gondry, παρουσιάζει τη Bjork ως μια παντοδύναμη και μελωδική Θεά, που κινεί τα νήματα της ζωής και των ουράνιων σωμάτων. Έγραψα αρκετά, αλλά δεν έχω λόγια. Έτσι, για το οξύμωρο του θέματος.
“Cosmogony”
Από την εισαγωγή παίρνεις πρέφα πως πρόκειται για μια ευαίσθητη και σχεδόν ambient κατάθεση ψυχής, με χαοτικές φωνές, στοιχειώδη ρυθμό, που αργείς να καταλάβεις, πνευστά που χάνονται μέσα στις ατμόσφαιρες και ευδιάκριτο ρεφρέν που μπορείς μέχρι και να μουρμουρίσεις. Το τελευταίο είναι μεγάλο θέμα σε μια ακρόαση της Bjork, οπότε πες ευχαριστώ και πήγαινε στο επόμενο track…
“Dark Matter”
Ενώ έχω την αίσθηση πως ακούω το “Possibly Maybe” του 1995, η συνέχεια μου κατεδαφίζει τους ευσεβείς πόθους. Το “Dark Matter” αποτελεί τη συνέχεια του “Cosmogony”, συνθετικά τουλάχιστον, μιας και λειτουργεί ακόμα πιο αφαιρετικά, παίζει με πολλά επίπεδα φωνών και μονοτονικών ηλεκτρονικών ήχων, ενώ κορυφώνει την αίσθηση του προηγούμενου track και σε αφήνει άφωνο με τη δυνατότητά της ερμηνεύτριας να ακολουθεί το ‘ανύπαρκτο’ tempo. Δύσκολο, αν μη τι άλλο.
“Hollow”
Γραμμένο σε 17/8, όπως και το εισαγωγικό “Moon”, το “Hollow” αποτελεί μια επίπονη σύλληψη για τη Bjork, αφού σκοπός της ήταν να επικοινωνήσει με τους προγόνους της και να νιώσει μέρος μιας γενετικής αλυσίδας, που αποτελείται, ηχητικά τουλάχιστον, από παιχνιδιάρικα έγχορδα, φωνές και μια παραστατική διάθεση, που παραπέμπει στον Danny Elfman και τις παραμυθένιες ταινίες του Burton. Και δεν σταματά εδώ…
“Virus”
Αυτό που μπορεί να μην σου έδωσε μερικά δευτερόλεπτα πιο πριν, στο δίνει τώρα. Ένα κυνηγητό μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό, μια βιολογική πάλη και μια στοιχειωτική πρώτη φωνή, που δεν διαμελίζει το ρυθμό για να κάνει τα δικά της, ως συνήθως. Στο συγκεκριμένο track, έχει ενδιαφέρον να τσεκάρεις το application, που αναπαριστά την επίθεση ενός ιού σε ένα κύτταρο και τη διαδικασία που το κύτταρο, κατ’ επέκταση ο άνθρωπος, σκοτώνει τον ιό από την υπερβολική του αγάπη, αλληγορώντας φυσικά για τα ανθρώπινα πάθη.
“Sacrifice”
Η θυσία στο βωμό του ρυθμού είναι βρώμικη και μεθυστική. Δε χωρά αμφιβολία πως πρόκειται για την πιο minimal στιγμή του δίσκου, γεγονός που δίνει περισσότερη αξία στη σύνθεση και την παραγωγή του. Ή θα το αγαπήσεις ή θα το μισήσεις. Σίγουρα, θα το προσέξεις.
“Mutual Core”
Μου πήρε 8 tracks για να τη χάσω, αλλά τελικά το κατάφερα. Οι πληροφορίες μου λένε πως το μέτρο του είναι 5/4 κι εγώ το πιστεύω, αν και δεν το ακούω. Η φωνή της με μπερδεύει, τα drums με κερδίζουν όταν ξεκινάνε, στην πορεία όλα με ζαλίζουν, αλλά στο τέλος θέλω να το ακούσω ξανά για να καταλάβω τι ακούω. Δεν θα σε απασχολήσει πολύ, αλλά παίζει να σου αρέσει αν έχεις κολλήσει στο “Sacrifice”.
“Solstice”
Στο κλείσιμο, η Bjork ακολουθεί τους δρόμους της αντίστιξης και δουλεύει τις μελωδίες της ανεξάρτητα και συμπληρωματικά, ώστε να δώσει έμφαση στην κίνηση των πλανητών και την περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της. Συνθετικά, το πιο δύσκολο τόλμημα του δίσκου, ενώ αισθητικά η πιο μυστικιστική στιγμή του. Μπορεί να έχεις κουραστεί από όλη την ακρόαση, αλλά αξίζει τον κόπο να δώσεις στο “Solstice” μια δεύτερη και ίσως και μια τρίτη ευκαιρία.
Αν τα κατάφερες μέχρι εδώ, σου αξίζουν συγχαρητήρια. Τώρα, μπορείς να ακούσεις ό,τι θελήσεις, χωρίς να έχεις τύψεις για το επιφανειακό του πράγματος. Bjork πάντως δεν θα είναι, βάζω στοίχημα.
“Moon”
Το εξώφυλλο του δίσκου αποτελεί άξονα για το γύρισμα του ανάλογου video για το promo single του, “Moon”. Ο ρυθμός δεν είναι σαφής, μιας και είναι γραμμένο σε 17/8 και αν βάλεις τα αυτιά σου μέσα στα ηχεία, μπορείς να διακρίνεις τέσσερις άρπες και πολλές αρμονίες στις φωνές. Το κομμάτι εξερευνά την έννοια του κύκλου της ζωής, με αλληγορίες που μιλούν μέσα από τον κάθε κύκλο που κάνει η σελήνη και απώτερο στόχο να διατυμπανίσει την αρχή και το τέλος κάθε απόφασης, κάθε ενέργειας και κάθε ανθρώπινης λειτουργίας και σκέψης. Σαρωτικό σε επίπεδο σύλληψης, ευφυές σε επίπεδο σύνθεσης και εκτελεστικά δύσκολο, αν σκεφτεί κανείς το μέτρο και το στήσιμο της ηχογράφησης από τέσσερις διαφορετικούς αρπίστες.
“Thunderbolt”
Είναι στιγμές που περιμένεις ένα τραγούδι να σε πάει κάπου και να πάθεις το κατιτίς σου. Ε, το “Thunderbolt” δεν είναι μια τέτοια στιγμή. Βέβαια, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη, μιας και το ισλανδικό ξωτικό χρησιμοποιεί την παρακαταθήκη του Νίκολα Τέσλα στο studio και βγάζει ήχους και θορύβους, χρησιμοποιώντας το πηνίο Τέσλα και συνδυάζοντας την επιστήμη 120 ετών για τις ανάγκες μιας ημιηλεκτρονικής, avant-garde δοκιμασίας. Η φωνή της για άλλη μια φορά δίνει ψυχή σε κάτι νεκρό από τη φύση του και ζωντανεύει ένα σχεδόν τραγούδι που κάτω από άλλες συνθήκες θα έπαιρνε την κατρακύλα και θα έμπαινε στην κατηγορία “πειραματικό”.
“Crystalline”
Την αυτού μεγαλειότητα προσκυνώ με χάρη και σεβασμό, αφού το “Crystalline” με διασύρει στην πιο ανώμαλη απογείωση της χρονιάς. Το πρώιμο pop παρελθόν της έρχεται σε παράλληλη σύγκρουση με την πιο πρόσφατη πειραματική και avant-garde δουλειά της, καταφέρνοντας να δημιουργήσει μια από τις πιο σημαντικές στιγμές, αν όχι την πιο σημαντική, του “Biophilia”. Η πολυσυζητημένη γέφυρα sample-άρει το πιο ιστορικό σόλο/ προάγγελο της drum and bass, Amen break, από το "Amen, Brother" του 1969. Το video-clip, γυρισμένο από την ιδιοφυία του Michel Gondry, παρουσιάζει τη Bjork ως μια παντοδύναμη και μελωδική Θεά, που κινεί τα νήματα της ζωής και των ουράνιων σωμάτων. Έγραψα αρκετά, αλλά δεν έχω λόγια. Έτσι, για το οξύμωρο του θέματος.
“Cosmogony”
Από την εισαγωγή παίρνεις πρέφα πως πρόκειται για μια ευαίσθητη και σχεδόν ambient κατάθεση ψυχής, με χαοτικές φωνές, στοιχειώδη ρυθμό, που αργείς να καταλάβεις, πνευστά που χάνονται μέσα στις ατμόσφαιρες και ευδιάκριτο ρεφρέν που μπορείς μέχρι και να μουρμουρίσεις. Το τελευταίο είναι μεγάλο θέμα σε μια ακρόαση της Bjork, οπότε πες ευχαριστώ και πήγαινε στο επόμενο track…
“Dark Matter”
Ενώ έχω την αίσθηση πως ακούω το “Possibly Maybe” του 1995, η συνέχεια μου κατεδαφίζει τους ευσεβείς πόθους. Το “Dark Matter” αποτελεί τη συνέχεια του “Cosmogony”, συνθετικά τουλάχιστον, μιας και λειτουργεί ακόμα πιο αφαιρετικά, παίζει με πολλά επίπεδα φωνών και μονοτονικών ηλεκτρονικών ήχων, ενώ κορυφώνει την αίσθηση του προηγούμενου track και σε αφήνει άφωνο με τη δυνατότητά της ερμηνεύτριας να ακολουθεί το ‘ανύπαρκτο’ tempo. Δύσκολο, αν μη τι άλλο.
“Hollow”
Γραμμένο σε 17/8, όπως και το εισαγωγικό “Moon”, το “Hollow” αποτελεί μια επίπονη σύλληψη για τη Bjork, αφού σκοπός της ήταν να επικοινωνήσει με τους προγόνους της και να νιώσει μέρος μιας γενετικής αλυσίδας, που αποτελείται, ηχητικά τουλάχιστον, από παιχνιδιάρικα έγχορδα, φωνές και μια παραστατική διάθεση, που παραπέμπει στον Danny Elfman και τις παραμυθένιες ταινίες του Burton. Και δεν σταματά εδώ…
“Virus”
Αυτό που μπορεί να μην σου έδωσε μερικά δευτερόλεπτα πιο πριν, στο δίνει τώρα. Ένα κυνηγητό μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό, μια βιολογική πάλη και μια στοιχειωτική πρώτη φωνή, που δεν διαμελίζει το ρυθμό για να κάνει τα δικά της, ως συνήθως. Στο συγκεκριμένο track, έχει ενδιαφέρον να τσεκάρεις το application, που αναπαριστά την επίθεση ενός ιού σε ένα κύτταρο και τη διαδικασία που το κύτταρο, κατ’ επέκταση ο άνθρωπος, σκοτώνει τον ιό από την υπερβολική του αγάπη, αλληγορώντας φυσικά για τα ανθρώπινα πάθη.
“Sacrifice”
Η θυσία στο βωμό του ρυθμού είναι βρώμικη και μεθυστική. Δε χωρά αμφιβολία πως πρόκειται για την πιο minimal στιγμή του δίσκου, γεγονός που δίνει περισσότερη αξία στη σύνθεση και την παραγωγή του. Ή θα το αγαπήσεις ή θα το μισήσεις. Σίγουρα, θα το προσέξεις.
“Mutual Core”
Μου πήρε 8 tracks για να τη χάσω, αλλά τελικά το κατάφερα. Οι πληροφορίες μου λένε πως το μέτρο του είναι 5/4 κι εγώ το πιστεύω, αν και δεν το ακούω. Η φωνή της με μπερδεύει, τα drums με κερδίζουν όταν ξεκινάνε, στην πορεία όλα με ζαλίζουν, αλλά στο τέλος θέλω να το ακούσω ξανά για να καταλάβω τι ακούω. Δεν θα σε απασχολήσει πολύ, αλλά παίζει να σου αρέσει αν έχεις κολλήσει στο “Sacrifice”.
“Solstice”
Στο κλείσιμο, η Bjork ακολουθεί τους δρόμους της αντίστιξης και δουλεύει τις μελωδίες της ανεξάρτητα και συμπληρωματικά, ώστε να δώσει έμφαση στην κίνηση των πλανητών και την περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της. Συνθετικά, το πιο δύσκολο τόλμημα του δίσκου, ενώ αισθητικά η πιο μυστικιστική στιγμή του. Μπορεί να έχεις κουραστεί από όλη την ακρόαση, αλλά αξίζει τον κόπο να δώσεις στο “Solstice” μια δεύτερη και ίσως και μια τρίτη ευκαιρία.
Αν τα κατάφερες μέχρι εδώ, σου αξίζουν συγχαρητήρια. Τώρα, μπορείς να ακούσεις ό,τι θελήσεις, χωρίς να έχεις τύψεις για το επιφανειακό του πράγματος. Bjork πάντως δεν θα είναι, βάζω στοίχημα.
Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011
"Trans-Love Energies" Death in Vegas
Τους Death In Vegas οι παλιότεροι τους θυμούνται απο το "Aisha", και οι λίγο νεότεροι από το "Your Hands Around My Throat".
Οι αρκετά νεότεροι δεν τους ξέρουν καθόλου, αν σκεφτείς ότι έχουν να κυκλοφορήσουν από το 2004 δίσκο, και μάλιστα, αν με ρωτάς, κανείς δεν πήρε χαμπάρι ότι είχαν άλμπούμ τότε. Όμως ναι, βγήκε το "Satan's Circus" πριν απο 7 χρόνια, ενώ εσύ κοιμόσουν.
Αν πάλι, με ρωτάς για το σήμερα, θα σου πώ πως κινδυνεύεις να ξανακοιμηθείς, γιατί οι αγαπητοί στην Ελλαδα κύριοι Richard Fearless -aka Richard Maguire- και Tim Holmes, φτιάχνουν εναν σκοτεινό ηλεκτρονικό δίσκο με ελάχιστες πινελιές live instrumentation -που λένε και στο χωριό μου-, με αποτέλεσμα να χάνουν αυτή την αίσθηση-ψευδαίσθηση της μπάντας.
Θα μου πείς, κακό είναι αυτό;
Όχι, δεν είναι! Άλλωστε η εξέλιξη είναι ένας δρόμος που αργά ή γρήγορα, πρέπει να ακολουθήσεις.
Για τους DIV, αυτό σημαίνει έρχομαι κοντά στο σήμερα, δλδ αποθεώνω τα synths των 80s, κοιμάμαι με minimal techno, ξυπνάω με post punk, ακούγομαι σαν τον Greg Dulli των Afghan Whigs, ελαφρώς πιο νηφάλιος και εχω μια εκτίμηση για την Katie Stelmanis(Austra)-την οποία βάζω να τραγουδήσει και σε 1 από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου.
Θα μου ξαναπείς, κακό είναι αυτό;
Μα ποιός σου είπε πως δεν με άρεσαν; Ισα ίσα!
Απο το ψυχεδελομελαγχολικό "Silver Time Machine" -με το αλα Θανάση Παπακωνσταντίνου έγχορδο- που ανοίγει τον δίσκο, μεχρι το υπέροχο Goldfrappικό "Your Loft My Acid" με τα φωνητικά της Katie, και από το punk rock του "Black Hole" μέχρι το κιθαριστικό ξέσπασμα του βωβού "Savage Love", είναι μια κυκλοφορία που αξίζει πολλαπλές ακροάσεις.
Αν σου αρέσει αυτο το σκοτεινό, τριπαρισμένο υβρίδιο που παράγουν οι Death In Vegas, είτε το ονομάσεις post-κατι, είτε μετα-something. Ακουσέ τους!
Οι αρκετά νεότεροι δεν τους ξέρουν καθόλου, αν σκεφτείς ότι έχουν να κυκλοφορήσουν από το 2004 δίσκο, και μάλιστα, αν με ρωτάς, κανείς δεν πήρε χαμπάρι ότι είχαν άλμπούμ τότε. Όμως ναι, βγήκε το "Satan's Circus" πριν απο 7 χρόνια, ενώ εσύ κοιμόσουν.
Αν πάλι, με ρωτάς για το σήμερα, θα σου πώ πως κινδυνεύεις να ξανακοιμηθείς, γιατί οι αγαπητοί στην Ελλαδα κύριοι Richard Fearless -aka Richard Maguire- και Tim Holmes, φτιάχνουν εναν σκοτεινό ηλεκτρονικό δίσκο με ελάχιστες πινελιές live instrumentation -που λένε και στο χωριό μου-, με αποτέλεσμα να χάνουν αυτή την αίσθηση-ψευδαίσθηση της μπάντας.
Θα μου πείς, κακό είναι αυτό;
Όχι, δεν είναι! Άλλωστε η εξέλιξη είναι ένας δρόμος που αργά ή γρήγορα, πρέπει να ακολουθήσεις.
Για τους DIV, αυτό σημαίνει έρχομαι κοντά στο σήμερα, δλδ αποθεώνω τα synths των 80s, κοιμάμαι με minimal techno, ξυπνάω με post punk, ακούγομαι σαν τον Greg Dulli των Afghan Whigs, ελαφρώς πιο νηφάλιος και εχω μια εκτίμηση για την Katie Stelmanis(Austra)-την οποία βάζω να τραγουδήσει και σε 1 από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου.
Θα μου ξαναπείς, κακό είναι αυτό;
Μα ποιός σου είπε πως δεν με άρεσαν; Ισα ίσα!
Απο το ψυχεδελομελαγχολικό "Silver Time Machine" -με το αλα Θανάση Παπακωνσταντίνου έγχορδο- που ανοίγει τον δίσκο, μεχρι το υπέροχο Goldfrappικό "Your Loft My Acid" με τα φωνητικά της Katie, και από το punk rock του "Black Hole" μέχρι το κιθαριστικό ξέσπασμα του βωβού "Savage Love", είναι μια κυκλοφορία που αξίζει πολλαπλές ακροάσεις.
Αν σου αρέσει αυτο το σκοτεινό, τριπαρισμένο υβρίδιο που παράγουν οι Death In Vegas, είτε το ονομάσεις post-κατι, είτε μετα-something. Ακουσέ τους!
Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011
"Video Games (Jamie Woon Remix)" - Lana Del Rey
Έχεις μεγάλη ζήτηση και γίνεται συζήτηση Lana!
Οι Αυτόχειρες Παρθένες της Κόπολα, ήρθαν και μετουσιώθηκαν σε μια απόλυτα αισθησιακή, παρελθοντολάγνα και αμφιβόλου καλλιτεχνικής υπόστασης, δεσποινίδα. Την Λάνα. Και εγένετο χαμός στα κραταιά πλέον, ιντερνετικά μουσικά site. Αυτό όμως που με νοιάζει εμένα είναι πως ο κύριος Jamie Woon ανέλαβε να μιξάρει το Video Games της κυρίας Del Ray, και να μας δώσει κάτι πάλι άξιο αναφοράς.
Ναι, έχουμε αδυναμίες... και ποίος δεν έχει;
Lana Del Rey - Video Games (Jamie Woon Remix) by Pop Labyrinth
Οι Αυτόχειρες Παρθένες της Κόπολα, ήρθαν και μετουσιώθηκαν σε μια απόλυτα αισθησιακή, παρελθοντολάγνα και αμφιβόλου καλλιτεχνικής υπόστασης, δεσποινίδα. Την Λάνα. Και εγένετο χαμός στα κραταιά πλέον, ιντερνετικά μουσικά site. Αυτό όμως που με νοιάζει εμένα είναι πως ο κύριος Jamie Woon ανέλαβε να μιξάρει το Video Games της κυρίας Del Ray, και να μας δώσει κάτι πάλι άξιο αναφοράς.
Ναι, έχουμε αδυναμίες... και ποίος δεν έχει;
Lana Del Rey - Video Games (Jamie Woon Remix) by Pop Labyrinth
Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011
James Blake – James Blake
Πάνε εφτά μήνες που έβγαλε το ντεμπούτο του ο James Blake κι έχουν μεσολαβήσει βραβεία, video-clip, διθύραμβοι, συνεργασίες, συγκρίσεις με Burial και Jamie Woon, φεστιβάλ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και ένα σωρό άλλα, που έχουν σταδιακά χτίσει ένα γερό hype γύρω από το όνομα του Βρετανού. Δεν άργησα επίτηδες να ασχοληθώ με την πάρτη του, απλώς έφτασα στο peak της εκτίμησής μου και δεν αντέχω να μην κάνω review για τον καλύτερο, ίσως, δίσκο της χρονιάς που διανύουμε.
Οι γραμμές που ακολουθεί ο κύριος Blake είναι τόσο minimal, που πιο minimal δεν το ‘χεις. Αν άλλος προσπαθούσε να φτιάξει μουσική με ελάχιστα κανάλια και όπλα του μια υπέροχη φωνή, κρουστά τίγκα στο reverb και μερικά ακόρντα στο πιάνο, μάλλον θα τα έβρισκε σκούρα. Η μουσικότητα που βγάζει μπροστά είναι τόσο πλούσια σε αντίθεση με τις καθαρά post-dub και dubstep δουλειές, που ξεχνάς τη δομή και την σου-παίρνει-τα-μυαλά-παραγωγή και θαρρείς πως ακούς τον πιο ιδιότροπο και επιβλητικό crooner της εποχής.
Αδυνατώ να ξεχωρίσω tracks, γιατί όλα έχουν λόγο ύπαρξης. Στέκομαι στο “Limit to your love”, μιας και μπορεί και μεθάει ό,τι βρεθεί στο διάβα του και συγκινεί με τα σκληρά του λόγια. Από τη μέση και μετά, αφού ακούσεις δηλαδή το προαναφερθέν, οι soul καταβολές είναι πασιφανείς κι αυτό κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα την εξέλιξη του album. Όταν μάλιστα οι λαρυγγισμοί του Blake θυμίζουν πολύ Antony Hegarty, το ενδιαφέρον διογκώνεται και θες να διαπιστώσεις πού θέλει να το πάει. Φυσικά, δεν υπάρχει μίμηση σε κάτι και σκοπός για να θυμίσει κάποιον άλλον, οπότε τον ακολουθείς εκεί που θέλει εκείνος και γουστάρεις.
Κουράστηκα να γράφω, θέλω να το ακούω ξανά και ξανά, γιατί η σκέψη με αποσπά και το “I mind” με ναρκώνει. Κάνε το ίδιο.
Οι γραμμές που ακολουθεί ο κύριος Blake είναι τόσο minimal, που πιο minimal δεν το ‘χεις. Αν άλλος προσπαθούσε να φτιάξει μουσική με ελάχιστα κανάλια και όπλα του μια υπέροχη φωνή, κρουστά τίγκα στο reverb και μερικά ακόρντα στο πιάνο, μάλλον θα τα έβρισκε σκούρα. Η μουσικότητα που βγάζει μπροστά είναι τόσο πλούσια σε αντίθεση με τις καθαρά post-dub και dubstep δουλειές, που ξεχνάς τη δομή και την σου-παίρνει-τα-μυαλά-παραγωγή και θαρρείς πως ακούς τον πιο ιδιότροπο και επιβλητικό crooner της εποχής.
Αδυνατώ να ξεχωρίσω tracks, γιατί όλα έχουν λόγο ύπαρξης. Στέκομαι στο “Limit to your love”, μιας και μπορεί και μεθάει ό,τι βρεθεί στο διάβα του και συγκινεί με τα σκληρά του λόγια. Από τη μέση και μετά, αφού ακούσεις δηλαδή το προαναφερθέν, οι soul καταβολές είναι πασιφανείς κι αυτό κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα την εξέλιξη του album. Όταν μάλιστα οι λαρυγγισμοί του Blake θυμίζουν πολύ Antony Hegarty, το ενδιαφέρον διογκώνεται και θες να διαπιστώσεις πού θέλει να το πάει. Φυσικά, δεν υπάρχει μίμηση σε κάτι και σκοπός για να θυμίσει κάποιον άλλον, οπότε τον ακολουθείς εκεί που θέλει εκείνος και γουστάρεις.
Κουράστηκα να γράφω, θέλω να το ακούω ξανά και ξανά, γιατί η σκέψη με αποσπά και το “I mind” με ναρκώνει. Κάνε το ίδιο.
Tony Bennett – Duets II
Το γεγονός πως πήρε του αγαπημένου μου Tony 85 χρόνια ζωής και έξι δεκαετίες καριέρας, για να καταφέρει να ανεβάσει έναν δίσκο στην κορυφή του Billboard, μάλλον με θλίβει περισσότερο από όσο με συγκινεί. Και μιλάμε για κάποιον που έχει πουλήσει πενήντα εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως (μεγάλη μπάζα για jazz καλλιτέχνη), έχει ηχογραφήσει δεκάδες album και έχει κερδίσει όχι ένα, όχι δύο, αλλά δεκαπέντε Grammy. Το προσπερνάω, λοιπόν, βάζω σε τάξη τη σκέψη μου και συνεχίζω…
Με ελάχιστες εξαιρέσεις όσον αφορά στο “Duets: An American Classic” (K. D. Lang και Michael Buble), το “Duets II” περιλαμβάνει συνεργασίες με 17 διαφορετικούς καλλιτέχνες από όσα είδη μουσικής μπόρεσε να καβατζάρει ο Tony. Τα κομμάτια είναι φυσικά jazz standards και μελωδίες που έχουν σημαδέψει την ευρύτερη pop κουλτούρα, ουσιαστικά μια γιορτή πάνω στην καριέρα του μεγάλου τροβαδούρου και σε όσα έχει προσφέρει μέσα στα χρόνια.
Η GaGa ακούγεται σχεδόν αγνώριστη και αποδεικνύει πως ένα τάλαντο το έχει και δεν βρίσκεται τυχαία εκεί που βρίσκεται, πέρα από τα φτερά και τα πούπουλα. Το ντουέτο με τον Buble είναι τρανή απόδειξη πως ο Καναδός είναι ο μεγαλύτερος και πιο σημαντικός crooner της εποχής, όποιος κι αν προσπαθήσει να μπει στο δρόμο του. Το άκουσμα και μόνο της Amy προκαλεί ρίγη συγκίνησης, γιατί, όπως και να το κάνεις, ήταν η πιο σημαντική ερμηνεύτρια της γενιάς της και αν δεν έβρισκε το δρόμο για να κάνει δισκογραφία, δεν θα είχαμε ακούσει ποτέ την Adele, τη Duffy, την Corrine Bailey Rae και τη Lily Allen. Η Norah Jones σε παραμυθιάζει μονομιάς με το βελούδο της, όπως πάντα, ο Alejandro δεν απαρνιέται τα ισπανικά και μαγεύει, ενώ η εγωκεντρική Mariah Carey για άλλη μια φορά το παλεύει να μην σκούζει με τις κορώνες της, αλλά τελικά δεν ακολουθεί το jazz vocalizing κι έχεις την αίσθηση πως ακούς το “My All” με τη συμμετοχή του Bennett – not cool.
Όταν φυσικά πας το άκουσμα σε αξίες τύπου Norah Jones, K. D. Lang, Faith Hill (ναι, είναι αξία και φωνάρα) και Natalie Cole, η διαφορά και το class βγάζουν μάτια και αυτιά, καθώς είσαι εκεί που κάθε δουλειά του Tony Bennett θέλει να σε πάει. Κι όσες GaGa κι αν προσλάβει για να πάει στην κορυφή του Billboard, μια Aretha πάντα σε κάνει να νιώθεις περήφανος που έχεις βρεθεί στο studio μαζί της, μιας και η βασίλισσα δεν λυπάται κανέναν και βρυχάται για να επισημάνει πως δεν θα υπάρξει ποτέ άλλη.
Αν εξαιρέσεις τις συμμετοχές, που δεν μπορείς, αλλά λόγος να γίνεται, είναι εξίσου εντυπωσιακό το γεγονός πως στην ηλικία των 85, ο Bennett τραγουδάει με το πάθος ενός πρωτοεμφανιζόμενου. Δεν κουράζει το μικρόφωνο, ανεβαίνει τις νότες με ευκολία, γεμίζει με τσαχπινιά την έλλειψη νιάτων και, το πιο σημαντικό, ηχογραφεί ακόμα, όταν άλλοι τρώνε σούπες στον καναπέ τους. Εγώ αυτό το ονομάζω αγάπη για τη μουσική και δεν μπορεί παρά να με συγκινεί. Τα σέβη μου, αγαπητέ.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις όσον αφορά στο “Duets: An American Classic” (K. D. Lang και Michael Buble), το “Duets II” περιλαμβάνει συνεργασίες με 17 διαφορετικούς καλλιτέχνες από όσα είδη μουσικής μπόρεσε να καβατζάρει ο Tony. Τα κομμάτια είναι φυσικά jazz standards και μελωδίες που έχουν σημαδέψει την ευρύτερη pop κουλτούρα, ουσιαστικά μια γιορτή πάνω στην καριέρα του μεγάλου τροβαδούρου και σε όσα έχει προσφέρει μέσα στα χρόνια.
Η GaGa ακούγεται σχεδόν αγνώριστη και αποδεικνύει πως ένα τάλαντο το έχει και δεν βρίσκεται τυχαία εκεί που βρίσκεται, πέρα από τα φτερά και τα πούπουλα. Το ντουέτο με τον Buble είναι τρανή απόδειξη πως ο Καναδός είναι ο μεγαλύτερος και πιο σημαντικός crooner της εποχής, όποιος κι αν προσπαθήσει να μπει στο δρόμο του. Το άκουσμα και μόνο της Amy προκαλεί ρίγη συγκίνησης, γιατί, όπως και να το κάνεις, ήταν η πιο σημαντική ερμηνεύτρια της γενιάς της και αν δεν έβρισκε το δρόμο για να κάνει δισκογραφία, δεν θα είχαμε ακούσει ποτέ την Adele, τη Duffy, την Corrine Bailey Rae και τη Lily Allen. Η Norah Jones σε παραμυθιάζει μονομιάς με το βελούδο της, όπως πάντα, ο Alejandro δεν απαρνιέται τα ισπανικά και μαγεύει, ενώ η εγωκεντρική Mariah Carey για άλλη μια φορά το παλεύει να μην σκούζει με τις κορώνες της, αλλά τελικά δεν ακολουθεί το jazz vocalizing κι έχεις την αίσθηση πως ακούς το “My All” με τη συμμετοχή του Bennett – not cool.
Όταν φυσικά πας το άκουσμα σε αξίες τύπου Norah Jones, K. D. Lang, Faith Hill (ναι, είναι αξία και φωνάρα) και Natalie Cole, η διαφορά και το class βγάζουν μάτια και αυτιά, καθώς είσαι εκεί που κάθε δουλειά του Tony Bennett θέλει να σε πάει. Κι όσες GaGa κι αν προσλάβει για να πάει στην κορυφή του Billboard, μια Aretha πάντα σε κάνει να νιώθεις περήφανος που έχεις βρεθεί στο studio μαζί της, μιας και η βασίλισσα δεν λυπάται κανέναν και βρυχάται για να επισημάνει πως δεν θα υπάρξει ποτέ άλλη.
Αν εξαιρέσεις τις συμμετοχές, που δεν μπορείς, αλλά λόγος να γίνεται, είναι εξίσου εντυπωσιακό το γεγονός πως στην ηλικία των 85, ο Bennett τραγουδάει με το πάθος ενός πρωτοεμφανιζόμενου. Δεν κουράζει το μικρόφωνο, ανεβαίνει τις νότες με ευκολία, γεμίζει με τσαχπινιά την έλλειψη νιάτων και, το πιο σημαντικό, ηχογραφεί ακόμα, όταν άλλοι τρώνε σούπες στον καναπέ τους. Εγώ αυτό το ονομάζω αγάπη για τη μουσική και δεν μπορεί παρά να με συγκινεί. Τα σέβη μου, αγαπητέ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Αντί απολογισμού…
Η αλήθεια είναι πως ασχοληθήκαμε με την μουσική έως και αποκλειστικά την χρονιά που πέρασε. Το πιθανότερο είναι να κάνουμε το ίδιο και την επόμενη με την περισσή πάντα, ασυνέπεια που μας διακρίνει. Δηλαδή όποτε μας κάτσει κάτι υπέροχο η απαίσιο –την ίδια ένταση συναισθημάτων προκαλούν άλλωστε. Έχουμε αφήσει ολίγον στην άκρη τα υπόλοιπα. Αν δεις την αρχή του μπλογκ, αφορούσε και φιλμς και εκθέσεις και φεστιβάλ. Αλλά ακόμα και ένα απλό μπλογκ θέλει την αφοσίωση και τον χρόνο του…την φροντίδα του εν τέλει.
attention...
Oι ιδιοκτήτες/διαχειριστές του blog (pharmartistic, Nikolas) δεν φέρουν ουδεμία ευθύνη για τα περιεχόμενα οποιασδήποτε εκ των εξωτερικών συνδέσεων (links) που εμφανίζονται σε οποιοδήποτε μέρος του blog.
Επιπλέον ο ιδιοκτήτης/διαχειριστής του παρόντος blog δεν φέρει ουδεμία ευθύνη για το περιεχόμενο των σχόλιων (comments) που αναρτούν οι επισκέπτες του blog (είτε ανώνυμα είτε ψευδώνυμα είτε επώνυμα) στα posts (αναρτήσεις) του blog. Παρ' όλα αυτά, ο ιδιοκτήτης / διαχειριστής του παρόντος blog διατηρεί πάντα το δικαίωμα να διαγράψει κατά την δική του κρίση και χωρίς προειδοποίηση ή/και αιτιολόγηση ή άλλου είδους πρότερη ή ύστερη ενημέρωση οποιοδήποτε σχόλιο επισκέπτη οποιαδήποτε στιγμή.
Όλες οι ηχογραφήσεις σε μορφή αρχείων ήχου mp3 ή άλλων format που εμφανίζονται κατά καιρούς για download στο παρόν blog προσφέρονται για περιορισμένο διάστημα και αποκλειστικά και μόνο για ενημερωτικούς / πληροφοριακούς σκοπούς.
Τα πνευματικά δικαιώματα αυτών των ηχογραφήσεων ανήκουν σε κάθε περίπτωση στους εκάστοτε καλλιτέχνες ή/και τις αντιστοιχες εταιρείες ή/και τους αντιπροσώπους αυτών.
Εαν είστε κάτοχος ή αντιπρόσωπος του κατόχου των πνευματικών δικαιώματων κάποιας εκ των ηχογραφήσεων και επιθυμείτε την απομάκρυνση της από το blog ειδοποιήστε μας και θα αφαιρεθεί άμεσα.
All mp3 files are hosted here for a limited amount of time and only for informational purposes. Please support the artists & bands, especially those on independent labels. If you own the rights of any recording appearing on this blog and want it removed, please let us know via e-mail and we will remove it immediately.
Επιπλέον ο ιδιοκτήτης/διαχειριστής του παρόντος blog δεν φέρει ουδεμία ευθύνη για το περιεχόμενο των σχόλιων (comments) που αναρτούν οι επισκέπτες του blog (είτε ανώνυμα είτε ψευδώνυμα είτε επώνυμα) στα posts (αναρτήσεις) του blog. Παρ' όλα αυτά, ο ιδιοκτήτης / διαχειριστής του παρόντος blog διατηρεί πάντα το δικαίωμα να διαγράψει κατά την δική του κρίση και χωρίς προειδοποίηση ή/και αιτιολόγηση ή άλλου είδους πρότερη ή ύστερη ενημέρωση οποιοδήποτε σχόλιο επισκέπτη οποιαδήποτε στιγμή.
Όλες οι ηχογραφήσεις σε μορφή αρχείων ήχου mp3 ή άλλων format που εμφανίζονται κατά καιρούς για download στο παρόν blog προσφέρονται για περιορισμένο διάστημα και αποκλειστικά και μόνο για ενημερωτικούς / πληροφοριακούς σκοπούς.
Τα πνευματικά δικαιώματα αυτών των ηχογραφήσεων ανήκουν σε κάθε περίπτωση στους εκάστοτε καλλιτέχνες ή/και τις αντιστοιχες εταιρείες ή/και τους αντιπροσώπους αυτών.
Εαν είστε κάτοχος ή αντιπρόσωπος του κατόχου των πνευματικών δικαιώματων κάποιας εκ των ηχογραφήσεων και επιθυμείτε την απομάκρυνση της από το blog ειδοποιήστε μας και θα αφαιρεθεί άμεσα.
All mp3 files are hosted here for a limited amount of time and only for informational purposes. Please support the artists & bands, especially those on independent labels. If you own the rights of any recording appearing on this blog and want it removed, please let us know via e-mail and we will remove it immediately.